πασίφιλος

πασίφιλος
-ον, θηλ. και πασιφίλη, Α
αγαπητός σε όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + φίλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πασίφιλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασίφιλος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασίφιλον — πασίφιλος masc/fem acc sg πασίφιλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πασιφίλου — Πασίφιλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασιφίλου — πασίφιλος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πασιφίλῳ — Πασίφιλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασιφίλῳ — πασίφιλος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πασίφιλε — Πασίφιλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασίφιλε — πασίφιλος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πασίφιλον — Πασίφιλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”